Απόκριες
Την Τυροφάγο οι γυναίκες του χωριού έκαναν γλυκές πίτες (μπακλαβάδες) και τις πήγαιναν στην Εκκλησία για να «σχωράν» τους πεθαμένους τους. Ακόμη έκαναν επισκέψεις στα σπίτια εκείνων, με τους οποίους ήταν μαλωμένοι, τους πρόσφεραν κομμάτια απ' την πίτα και έδιναν συγχώρεση ο ένας στον άλλο. Έβαφαν επίσης και αυγά με «τσέφλες» (φλούδες) από κρεμμύδι, τα οποία έπαιρναν ένα ωραίο πορτοκαλί χρώμα.
Μετά το βραδινό φαγητό βγαίνανε έξω και πα-ρέες-παρέες ανάβανε τις «μπουμπούνες». Απ' τη Δευτέρα της κρεατινής τα παιδιά γύριζαν στους μαχαλάδες και μάζευαν ξύλα, άχυρο και άλλα εύφλεκτα υλικά για ν' ανάψουν τις μπουμπούνες. Όλα αυτά τα φύλαγαν σε αχυρώνες ή αποθήκες, για να μη τα κλέψουν τα παιδιά που ανήκαν σε άλλες ομάδες. Γύρω απ' τις φωτιές στηνόταν μεγάλος χορός και όλοι γλεντούσαν με την ψυχή τους. Τρώγανε μεζέδες, πίνανε κρασί και περνούσαν πάνω απ' τη «μπουμπούνα», για να μη τους τρώνε οι ψύλλοι. Κάθονταν μέχρι αργά και κατά τα ξημερώματα αποφάσιζαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Τριήμερη νηστεία (Τριμερίτσα)
«Τριμερίτσα» ονομάζεται το τριήμερο που ακολουθεί την Τυρινή δηλ. η Καθαρή Δευτέρα, η Τρίτη και η Τετάρτη. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών οι ηλικιωμένες γυναίκες δεν έτρωγαν τίποτε, ούτε καν ψωμί. Πήγαιναν μόνο στην εκκλησία και έπαιρναν το αντίδωρο. Αυτό ήταν και η μοναδική τους τροφή. Κρατούσαν αυτή τη συνήθεια, γιατί έλεγαν πως έτσι θα πιάσουν το πουλάκι.
Την Παρασκευή το βράδυ, στον εσπερινό των Αγίων Θεοδώρων, πήγαιναν στην εκκλησία βραστό καλαμπόκι, χαλβά και σύκα, τα οποία μοίραζαν στο τέλος. Το καλαμπόκι το διάβαζε ο παπάς και το έριχνε τρεις φορές ψηλά. Οι ανύπαντρες κοπέλες το έπιαναν και το έβαζαν κάτω'απ' το μαξιλάρι τους για να δουν ποιον θα παντρευτούν. Την άλλη μέρα, τον Άι Θόδωρο, κοινωνούσαν.
Μερικά στιχάκια που έλεγαν τις Απόκριες ήταν τ* ακόλουθα:
Tcopa, τώρα είναι Αποκρές που παντρεύονται οι γρες. Έλα εδώ. Δεν έρχουμαν είναι κουρίτσια, αντρέπουμαι.
— Λαζάρκω, μαρ' Λαζάρκω, που τον βρήκες τον γαμπρό;
— Εγώ τον βρήκα στο παζάρ, έτρωγε ψωμί και ψαρ'.